close down

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kləʊz/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: close down, closedown

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
close down vi phrasal (business: cease trading) (επιχείρηση)κλείνω ρ αμ
  (επιχείρηση)διακόπτω τις εργασίες έκφρ
 When the doctor was killed, the clinic was forced to close down.
 Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να κλείσει.
 Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να διακόψει τις εργασίες της.
close [sth] down vtr phrasal sep (prevent [sth] from operating) (επιχείρηση)εμποδίζω τη λειτουργία έκφρ
  (επιχείρηση)βάζω λουκέτο έκφρ
  (επιχείρηση)κλείνω ρ μ
 The Women's Anti-Exploitation League vowed to close down the porno shop.
 Ο Σύνδεσμος Γυναικών Κατά της Εκμετάλλευσης ψήφισε να εμποδίσει τη λειτουργία του καταστήματος ειδών σεξ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
closedown,
close-down
n
(cessation of work or business)κλείσιμο ουσ ουδ
  (μεταφορικά)λουκέτο ουσ ουδ
 The health and safety inspector ordered a complete closedown until the factory could be made safe.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'close down' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση close down στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «close down».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!